- Μωϋσῆν
- Моисея
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
MOSES — I. MOSES Episcopus Ismaelitarum, illorum conversioni intentus, saecul. 4. Vide Mauvia. Item Rabbinus, qui Talmud docere Cordubae incepit, An. 999. II. MOSES impostor, A. 432. Iudaeos Cretenses, ut in mare se sequentes praecipitarent, effecit.… … Hofmann J. Lexicon universale
ενώπιος — (AM ἐνώπιος, ον) (το ουδ. ως επίρρ. ή πρόθ. με γεν.) ενώπιον κατά πρόσωπο, μπροστά σε κάποιον (α. «ενώπιον εμού τού συμβολαιογράφου» β. «ενώπιόν του εστάθησαν αρματωμένοι πάντες», Χρον. Mορ. γ. «ἐνώπιον ἁπάντων τῶν Ἑλλήνων», Αισχίν.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
επισυστρέφω — ἐπισυστρέφω (Α) [συστρέφω) 1. στρέφω σ’ άλλη κατεύθυνση, μετατρέπω 2. επαναφέρω στην προηγούμενη κατάσταση 3. μέσ. ἐπισυστρέφομαι κινούμαι εχθρικά, στρέφομαι εναντίον κάποιου («καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἐπισυστρέφεσθαι τὴν συναγωγὴν ἐπὶ Μωυσῆν καὶ Ἀαρών» … Dictionary of Greek
επισύστασις — ἐπισύστασις, ἡ (Α) [σύστασις] 1. θορυβώδης συγκέντρωση λαού («καὶ οὔτε ἐν τῷ ίερῷ εὗρόν με... ἐπισύστασιν ποιοῡντα ὄχλου», ΚΔ) 2. στάση, επανάσταση («οἱ ἐπισυστάντες ἐπὶ Μωυσῆν καὶ Ἀαρών... ἐν τῇ ἐπισυστάσει Κυρίου», ΠΔ) 3. συγκέντρωση… … Dictionary of Greek
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek